- σπενδόμενον
- σπένδωmake a drink-offeringpres part mp masc acc sgσπένδωmake a drink-offeringpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μώλαξ — μώλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος οἴνου οἱ δὲ τὸ ἐν τοῑς ὁρκίοις σπενδόμενον, ἀπὸ τοῡ μώλου, ὥς τινες Λυδοὶ τὸν οἶνον» … Dictionary of Greek